- Ὀρφεύς
- Ὀρφεύς1 son of Oiagros, singer and Argonaut.
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.177
υἱὸν Οἰάγρου δὲ Ὀρφέα χρυσάορα Θρ. 3. 12.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.177
υἱὸν Οἰάγρου δὲ Ὀρφέα χρυσάορα Θρ. 3. 12.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ορφεύς — ὀρφεύς, έως, ὁ (Α) το ψάρι ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός με λογοπαίγνιο στο όν. τού Ορφέως] … Dictionary of Greek
Ὀρφεύς — Orpheus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορφεύς — ο (Α Ὀρφεύς, έως, δωρ. τ. Ὄρφης) μορφή τής ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος τού Απόλλωνος ή τού… … Dictionary of Greek
ὄρφευς — ὀρφόω the care imperf ind act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρφικά — Ὀρφεύς Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc sg (doric aeolic) Ὀρφικός Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Орфей — (Όρφεύς). Имя О. связано как с ранней историей греческой литературы; в которой он занимает место как мифический поэт фракийского происхождения, так и с историей греческой религии, в которой он является установителем особого вероучения и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ὀρφεῖς — Ὀρφεύς Orpheus masc acc pl Ὀρφεύς Orpheus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφεῖς — ὀρφεύς masc acc pl ὀρφεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρφικῶν — Ὀρφεύς Orpheus fem gen pl Ὀρφεύς Orpheus masc/neut gen pl Ὀρφικός Orpheus fem gen pl Ὀρφικός Orpheus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρφικόν — Ὀρφεύς Orpheus masc acc sg Ὀρφεύς Orpheus neut nom/voc/acc sg Ὀρφικός Orpheus masc acc sg Ὀρφικός Orpheus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)